μυρίους

μυρίους
μῡρίους , μυρίος
numberless
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Airenosinos — Información Idioma Ibero y/o protoeuskera, latín Región Valle de Arán, Pallars, valles periféricos Correspondencia ac …   Wikipedia Español

  • Andosinos — Saltar a navegación, búsqueda Airenosinos Andosinos Sordones Elisyces Iacetanos …   Wikipedia Español

  • Ennea Hodoi — (auch Enneahodoi, griechisch feminin Ἐννέα ὁδοί = Neun Wege) ist ein antike griechische Siedlung und Gegend in Thrakien, wo 437 v. Chr. von den Athenern Amphipolis gegründet wurde.[1] Die Bewohner von Ennea Hodoi kontrollierten das Tal des… …   Deutsch Wikipedia

  • MYRII — Graece Μύριοι, Conventus olim Arcadum dicebatur. Unde verba C. Nepotis de Epaminonda c. 5. Cum in conventum venisset Arcadum, εἰς τοὺς Μυρίους, exponunt Eruditi. Ita nempe Harpocration, Μύριοι εν μεγάλῃ πόλει. Δημοςθένης εν τῴ κατ᾿ Αἰσχόνου.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μυρίαμνον — μυρίαμνον, τὸ (Α) ποίμνιο που έχει μυρίους αμνούς, πολυπληθές κοπάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἀμνός] …   Dictionary of Greek

  • μυριάζω — (Μ μυριάζω) [Μύριοι] αυξάνομαι σε μυρίους, γίνομαι πολυπληθέστατος, πληθαίνω πάρα πολύ («τίνος είν τα πρόβατα τ αργυροκουδουνάτα, / που χίλιασαν και μύριασαν και γέμισαν οι ράχες», δημ. τραγούδι) μσν. 1. αποκτώ μεγάλο πλούτο και δύναμη 2.… …   Dictionary of Greek

  • μυριάμφορος — μυριάμφορος, ον (Α) μτφ. αυτός που χωρά μυρίους, δέκα χιλιάδες αμφορείς ή που είναι ισοδύναμος με δέκα χιλιάδες αμφορείς (α. «πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα μυριάμφορον», Αριστοφ. β. «μυριάμφορον μυρίων ἀμφορέων ἄξιον», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)… …   Dictionary of Greek

  • μυριακός — μυριακός, ή, όν (Α) [μύριοι] ο προορισμένος για τους μυρίους πολίτες που είχαν πλήρη δικαιώματα («ἀρχαὶ μυριακαὶ», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • μυριόβλαστος — μυριόβλαστος, ον (Μ) αυτός που έχει μυρίους, δηλ. αναρίθμητους βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + βλαστός] …   Dictionary of Greek

  • οικόσιτος — η, ο (Α οἰκόσιτος, ον) αυτός που ζει και τρέφεται μέσα στο σπίτι αρχ. 1. αυτός που τρέφεται στο σπίτι του και συντηρείται από την οικογένειά του («εὐθὺς ἂν αὐτὸς ἔχειν τὰ ἀρκοῡντα παρὰ τῆς τέχνης καὶ μηκέτ οἰκόσιτος εἶναι τηλικοῡτος ὤν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”